- βαριοκαρδίζω
- 1. μετ. печалить, сильно огорчать;2. αμετ. унывать, быть огорчённым, печальным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαριοκαρδίζω — ισα 1. στενοχωρώ, πικραίνω κάποιον: Άθελά μου βαριοκάρδισα τη μάνα μου. 2. στενοχωριέμαι, πικραίνομαι: Βαριοκάρδισα με τα παράπονά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)